- σύνεση
- η / σύνεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι]φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ.γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)νεοελλ.φρ. «σχήμα κατά σύνεσιν» — το σχήμα κατά το νοούμενον, κατά το οποίο η συμφωνία όρου μιας πρότασης με άλλον όρο γίνεται με βάση αυτό που δηλώνει και όχι με τον γραμματικό του τύπομσν.1. ικανότητα, δεξιότητα («γενναῑος παλαιστής, μέγας ὤν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρείᾳ», Αθανασ.)2. έννοια, σημασία («ἐπὶ τῷ γνῶναι καὶ ὑμῡς τοῡ μυστηρίου τὴν σύνεσιν», Θεόδ. Μοψ.)3. ένστικτο («τὴν ἐν αὐτοῑς τοῑς ζῴοις δεδομένην σύνεσιν πρὸς τὸ γεννᾱν καὶ ἐκτρέφειν» Θεοφρ. Αντ.)4. απόφαση («κατά γε τὴν τοῡ λαοῡ καὶ τῆς ἡμετέρας προαιρέσεως σύνεσίν τε καὶ βούλησιν», Ευσ.)5. συγκατάθεση6. γραμμ. υπόταξη, συνδυασμός προτάσεων7. (ως τιμητική προσφώνηση) η σωφροσύνη σου («τὰ γραφέντα παρά τῆς ὑμετέρας συνέσεως», Ευσ.)μσν.-αρχ.η αντιληπτική ικανότητα, η ευφυΐα, το να κατανοεί εύκολα κανείς κάτι σε αντιδιαστολή πρός τη σοφία, τη γνώση τής αλήθειας (α. «σοφίας μὲν γὰρ πνεῡμα Σολομῶν ἔσχε, συνέσεως δὲ καὶ βουλῆς Δανιήλ», Ιουστίν.β. «ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν καταργήσω», ΠΔ)αρχ.1. (για ποταμούς ή γραμμές) συνάντηση, συμβολή2. η συνείδηση («οὐδεὶς οὕτως οὔτε μάρτυς ἐστὶ φοβερὸς οὔτε κατήγορος δεινὸς ὡς ἡ σύνεσις ἡ ἐγκατοικοῡσα ταῑς ἑκάστων ψυχαῑς», Πολύβ.)3. η γνώση, σε αντιδιαστολή προς την άγνοια4. κλάδος τέχνης ή επιστήμης5. αναφορά, έκθεση.
Dictionary of Greek. 2013.